- σατιριστής
- οαυτός που έχει την τάση να σατιρίζει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σατιριστής — ο, θηλ. σατιρίστρια Ν [σατιρίζω] αυτός που έχει την τάση να σατιρίζει, σατιρικός, σκωπτικός … Dictionary of Greek
Κονεμένος — Επώνυμο οικογένειας από την Πρέβεζα, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στις επιστήμες και στα γράμματα και κατέλαβαν πολιτικά αξιώματα. Σύμφωνα με οικογενειακή παράδοση, η οποία αναφέρεται και από τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, η οικογένεια Κ. προερχόταν από… … Dictionary of Greek